conserje - ορισμός. Τι είναι το conserje
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι conserje - ορισμός


conserje         
Sinónimos
sustantivo
Antónimos
sustantivo
principal: principal, amo
conserje         
sust. masc.
El que tiene a su cuidado la custodia, limpieza y llaves de un palacio, alcázar o establecimiento público.
conserje         
conserje (del fr. "concierge")
1 n. Empleado *subalterno que está al frente de los otros de la misma clase en un centro oficial o en un establecimiento público. Chauz, conservador, hujier, mayor, portero, portero de estrados, portero mayor, ujier, usier.
2 Empleado que se encarga de realizar ciertas tareas auxiliares en un edificio público; por ejemplo, custodiar las llaves, controlar el acceso o, eventualmente, informar a los visitantes.
3 Persona que desempeña funciones parecidas en un edificio de viviendas.

Βικιπαίδεια

Conserje
Un conserje es la persona que, en un hotel, edificio de viviendas, comunidad de propietarios u otros similares presta determinados servicios a la entrada de los mismos.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για conserje
1. Para salir deben marcar el ' y esperar al conserje.
2. "Eran más bien serios, pero amables", explica el conserje.
3. Falcón al 3.000, en Flores, y redujo al conserje.
4. Pero quizá, ya, el año que viene, le hagan conserje.
5. "La escondió en su casa un conserje, Antonio Palomares", dice Chica.
Τι είναι conserje - ορισμός